- προσκυνάει
- πρόσ-κυνάωplay the Cynicpres ind mp 2nd sg (epic)πρόσ-κυνάωplay the Cynicpres ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπενέκος, Ιωάννης — (Χουλιαράδες Ιωαννίνων 1910 –). Νομικός, ιστορικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και, στη συνέχεια, στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την… … Dictionary of Greek
προσκυνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που προσκυνάει, που λατρεύει: ...Και γκαρδιακά να σκύβει, προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης (Παλαμάς). 2. πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα, αλλ. πελεγρίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)